Έφτασε απ’ τους πρώτους στην πλατεία, το πλήθος δεν είχε ακόμα συγκεντρωθεί. Ριψοκίνδυνο ήταν, όσο κι αν τον προστάτευε η μεταμφίεση, όλο και κάποιος θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Έπρεπε όμως να το ρισκάρει αν ήθελε να καταγράψει στην αναφορά του τα ονόματα των υποκινητών, αργότερα, μέσα στην πολυκοσμία, θα ήταν δυσκολότερο να τους εντοπίσει, στην ανωνυμία της μάζας κανείς δεν ξεχωρίζει. Τώρα πάντως τους διέκρινε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Συγκροτούσαν ομάδες περιφρούρησης, επιτηρούσαν τον χώρο, μοίραζαν προκηρύξεις. Ένας εργάτης έδωσε και σ’ αυτόν, έκανε ότι την διαβάζει και μετά την πέρασε στον διπλανό του. Τι γράφει εδώ σύντροφε; Ο γέρος δεν ήξερε ανάγνωση, για να μην τον υποψιαστούν, αναγκάστηκε να του την διαβάσει φωναχτά. Καλά τα λέει, ε; επικρότησε ο αγράμματος κι εκείνος συγκατένευσε κουνώντας το κεφάλι. Τι ηλίθιος!
Εν τω μεταξύ η πλατεία κόντευε να γεμίσει. Απεργοί συνέρρεαν από κάθε γωνιά του δρόμου, ρυάκια, χείμαρροι, παραπόταμοι που χύνονται στο ίδιο το ποτάμι. Γυναίκες και άντρες κάθε ηλικίας· Οι άμυαλοι φέρνουν μαζί και τα παιδιά τους λες και πάνε σε γιορτή. Κράδαιναν πλακάτ με συνθήματα, ανέμιζαν σημαίες κόκκινες και μαύρες, οι πιο θερμόαιμοι ήταν μάλιστα οπλισμένοι με όπλα αυτοσχέδια και σύνεργα της δουλειάς, ρόπαλα, καδρόνια, δρεπάνια, σφυριά, κουζινομάχαιρα, κλαδευτήρια· Μα τι νομίζουν οι ανόητοι; ότι μπορούν να τα βάλουν με τα πυροβόλα; Ένιωθαν άτρωτοι ωστόσο, από το άθροισμα της ατομικής δειλίας προκύπτει το μαζικό θάρρος που κάνει τον όχλο ν’ αψηφά τον φόβο του θανάτου. Η αίσθηση ασφαλείας μεταδόθηκε και σ’ εκείνον, απ’ την κοσμοσυρροή πιο σίγουρη κρυψώνα δεν υπάρχει. Κρύφτηκε στης ομοιομορφίας το καμουφλάζ και από κει απαρατήρητος τούς παρακολουθούσε.
Παράλληλα με την προσέλευση, πλήθαινε κι η οργή. Τα παράπονα του καθενός προσθέτονταν στην μνησικακία των άλλων κι όλα μαζί γίνονταν μίσος ενιαίο, ταξικό που αδιακρίτως στρέφεται επί δικαίων και αδίκων. Ούτε τα συνθήματα που έφτυναν ουρλιάζοντας τα λαρύγγια ήτανε πια τα ίδια με τα μετρημένα συνδικαλιστικά αιτήματα των προηγούμενων ημερών· τώρα οι κραυγές ζητούσαν εκδίκηση, αίμα, θάνατο. Καθώς όμως επαναλάμβανε ρυθμικά τις κατάρες και τ’ αναθέματα, η βιαιότητά τους τον διαπότιζε ύπουλα κι ανεπαίσθητα, όπως ο ρόλος που εισχωρεί στο αδειανό κέλυφος του ηθοποιού και τον μεταμορφώνει. Παράξενο δεν ήταν αφού η μίμηση οδηγεί στην αφομοίωση κι αυτή με τη σειρά της στην ταύτιση, το μυαλό του όμως ήταν αρκετά απλοϊκό για να συλλάβει τέτοιες σκέψεις και το λεξιλόγιό του πολύ περιορισμένο για να τις εκφράσει με λόγια, κι έτσι σαν να ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος νιώθοντας το κέντρισμα του μίσους να τον εξομοιώνει με τους πολλούς, τους άλλους. Ποιους όμως μισούσε περισσότερο τη στιγμή εκείνη, τους ταραξίες ή τ’ αφεντικά, ούτε κι αυτός δεν θα ‘ξερε ν’ απαντήσει κι η αδυναμία του ετούτη επέτεινε την ταραχή του· Μα τι διάολο μού συμβαίνει; Τρελάθηκα;
Από την σύγχυση τον έβγαλε μια νεκρική σιγή που άξαφνα απλώθηκε πάνω από τα κεφάλια, μια σιωπή τόσο βαθιά που γειτόνευε με το δέος. Ήταν η στιγμή που ο ρήτορας ανέβηκε στο βήμα και με μια κίνηση των χεριών επέβαλε στον όχλο να σωπάσει. Καθώς η οχλαγωγία κόπασε, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και βάλθηκε να παρατηρεί προσεκτικά τον άντρα εκείνον που μ’ ένα νεύμα του καθησύχαζε τα πλήθη. Ένας κοντόχοντρος, φαλακρός ανθρωπάκος ήτανε, με πρόσωπο παιδιάστικο και καλοξυρισμένα μάγουλα. Δεν σου γέμιζε το μάτι, πάνω στον προχειροφτιαγμένο άμβωνα όμως έδειχνε ψηλότερος, σαν αγόρι σκαρφαλωμένο σε ξυλοπόδαρα. Οι συγκεντρωμένοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του κι όταν εκείνος τ’ άνοιξε κι άρχισε να μιλά, τον άκουγαν μαγεμένοι όπως τα παιδιά που μαζεύονται γύρω απ’ τον παραμυθά που αφηγείται ιστορίες. Η φωνή του, μπάσα και σπηλαιώδης, αγόρευε με πάθος και πειθώ για τα βάσανα του λαού, στηλίτευε την εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία, υποσχόταν έναν κόσμο καλύτερο για όλους. Κάθε τόσο έκανε μια παύση για να καθαρίσει τον λαιμό του ή για να μετρήσει την επίδραση των λόγων του στο ακροατήριο και τότε οι απεργοί ξεσπούσαν σε θυελλώδη χειροκροτήματα κι επευφημίες ώσπου να ‘ρθει πάλι η στιγμή που με το χέρι υψωμένο θα τους πρόσταζε να σταματήσουν. Μονάχα εκείνος δεν συμμεριζόταν τον γενικό ενθουσιασμό αν και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να το κρύψει. Μα δεν το έβλεπαν λοιπόν ότι τους κορόιδευε; Τόσο είχαν τυφλωθεί που δεν καταλάβαιναν πως ο ρήτορας δεν ήταν ένας απ’ αυτούς; Ξυπνήστε! του ‘ρθε να τους φωνάξει, δεν είναι σαν κι εσάς! Εκείνος φοράει ρούχα καλοραμμένα και σιδερωμένα, όχι σαν τα δικά σας τα κουρέλια! Τα νύχια του είναι καθαρά και περιποιημένα, χέρια ανθρώπου που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του! Κοιτάξτε τα δικά σας! Δέρμα αργασμένο απ’ τη δουλειά, μαυρισμένο απ’ τη βρόμα! Νομίζετε ότι νοιάζεται για σας; Καρφί δεν του καίγεται! Θα σας χρησιμοποιήσει για ν’ ανέβει στην εξουσία κι έπειτα θα σας ξεχάσει όπως σας ξέχασαν κι οι άλλοι. Τέτοια σκεφτόταν από μέσα του μα ενώ ο ιεροκήρυκας ολοκλήρωνε τον λόγο του με μια τελευταία κορώνα, έπιασε κι αυτός να τον χειροκροτεί όπως κι οι άλλοι ώσπου απ’ το πολύ χειροκρότημα πονέσαν οι παλάμες του.
Τότε συνέβη εκείνο που φοβόταν, συνέβη ακριβώς τη στιγμή που είχε πάψει να φοβάται. Μια γυναίκα τον αναγνώρισε· εκείνος πάντως δεν θυμόταν να την έχει ξαναδεί. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; ούρλιαξε υστερικά η μαινάδα δείχνοντάς τον με το δάχτυλο κι έπειτα στράφηκε προς τους συντρόφους της για να καταδώσει τον καταδότη: Χαφιές! Πιάστε τον! Μη σας ξεφύγει! Αμέσως ένας εξαγριωμένος συρφετός τον περικύκλωσε, αγέλη λύκων που ορμά στη λεία της για να την κατασπαράξει. Κάνεις λάθος. Θα με μπέρδεψες με άλλονε. Κι εγώ δικός σας είμαι. Ένας από σας, πρόλαβε να ψελλίσει, και δεν έλεγε ψέματα εκείνη τη στιγμή, μήπως κι αυτός φτωχόπαιδο δεν ήταν; ο πατέρας του ξωμάχος, μη δεν ήταν η ανέχεια που τον έσπρωξε να καταταγεί στην αστυνομία; Τα λόγια του όμως μήτε π’ ακούστηκαν μέσα στην οχλοβοή, η μάζα είχε βγάλει ήδη την ετυμηγορία της και τώρα είχε έρθει η ώρα να επιβάλει την ποινή που άρμοζε στον προδότη. Θάνατος σε δόσεις, από ένα χτύπημα ο καθένας. Μια γροθιά βούλωσε τ’ αριστερό του μάτι, η θέα του κόσμου κόπηκε στα δυο· μια κλωτσιά τού τσάκισε το καλάμι, διπλώθηκε στα δύο. Από πάνω του ένα σμάρι έντομα τού έμπηγαν τα κεντριά τους· μισολιπόθυμος σωριάστηκε στο πλακόστρωτο προσπαθώντας με τα μπράτσα του να προφυλάξει το κεφάλι.
Τότε ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός, έπειτα και δεύτερος, και τρίτος, ομοβροντία. Σαν από μηχανής θεός, ο στρατός εφορμούσε εναντίον των διαδηλωτών για να τους διαλύσει. Τα πολυβόλα κροτάλιζαν, στ’ αυτιά του όμως οι ντουφεκιές ακούγονταν χαρμόσυνες σαν κωδωνοκρουσίες σε μέρα γιορτής. Σώθηκα! Δόξα σοι ο Θεός! Γύρω του οι λύκοι γίνονταν λαγοί και το ‘βαζαν στα πόδια. Είδε την γυναίκα που τον πρόδωσε να πέφτει πλάι του, η πτώση της ήταν τόσο βίαιη που τα δόντια της θρυψαλιάστηκαν στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Ένα τρίτο μάτι, αιμάτινο, είχε ανοίξει καταμεσής του μετώπου της μα από κει αντίκριζε μονάχα το σκοτάδι. Καλά να πάθει η κακούργα! η άγρια χαρά της εκδίκησης τον συνέφερε, στηρίχτηκε στους αγκώνες του κι ανασήκωσε το βλέμμα. Πάνωθέ του ένας στρατιώτης τον σημάδευε με την καραμπίνα. Μη! Δικός σας είμαι! Της αστυνομίας! Ο οπλίτης τον κοίταζε αναποφάσιστος, το δάχτυλο στη σκανδάλη. Μυστικός είμαι σου λέω! Σ’ αποστολή! Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια του κι ένας δεύτερος στρατιώτης τον πλησίασε από πίσω. Κατέβασε με ορμή το κοντάκι του τουφεκιού του, το κρανίο έτριξε σαν νεροκολοκύθα, σκλήθρες, αίμα και μυαλά χύθηκαν στο ρείθρο κι ανακατεύτηκαν μ’ εκείνα της γυναίκας. Οι στρατιώτες ποδοπάτησαν τα πεσμένα κορμιά και συνέχισαν την έφοδο, οι διαδηλωτές τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Η πλατεία είχε αδειάσει.
***
Το στρατιωτικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε την επόμενη μέρα ανέφερε ότι στις ταραχές που υποκίνησαν οι αναρχικοί, 3 αστυνομικοί και 26 στασιαστές βρήκαν τον θάνατο. Τα πτώματα όμως στο νεκροτομείο ήταν 28, το δικό του είχε, φαίνεται, προσμετρηθεί κατά λάθος εις διπλούν και στις δύο κατηγορίες.
Σχoλιάστε