«Αρκάντι Σεμιόνοβιτς Εφραίμωφ (1899-1962). Σοβιετικός γλύπτης και χαράκτης. Γεννήθηκε στο Νόβγκοροντ από οικογένεια λιθοξόων. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ με δάσκαλο τον Αλεξάντρ Μουράτωφ. Το 1927, στην επέτειο των 10 χρόνων από την Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, κέρδισε το πρώτο βραβείο του Πανενωσιακού διαγωνισμού για την ανέγερση του μνημείου της 3ης Διεθνούς. Από τη δεκαετία του ’30, φιλοτέχνησε μια σειρά ανδριάντες γιγαντιαίων διαστάσεων που τοποθετήθηκαν σε τουλάχιστον είκοσι πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης. Τιμήθηκε δις με το βραβείο Στάλιν το 1941 και 1949, όπως επίσης και με το παράσημο της Κόκκινης Σημαίας το 1946 και του απονεμήθηκε ο τίτλος του Καλλιτέχνη του Λαού το 1947. Διετέλεσε μέλος της Σοβιετικής Ακαδημίας Τεχνών από το 1947 μέχρι το 1957. Παντρεύτηκε την μεσόφωνο του θεάτρου Μπολσόι Λαρίσα Κριλένκοβα και απέκτησαν μια κόρη. Απεβίωσε στη γενέτειρά του από καρδιακή προσβολή».

 

Αυτά αναφέρει για τον μέντορά μου το λήμμα της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. Ακριβή τα περισσότερα, εκτός ίσως απ’ το τελευταίο. Υπάρχουν όμως κι άλλα τόσα, εξίσου σημαντικά, ίσως και σημαντικότερα ακόμη, τα οποία παραλείπει. Πράγματα που δεν χωρούν σε μια εγκυκλοπαίδεια όσο ενημερωμένη κι αν είναι. Που δεν εκφράζονται εύκολα με λόγια. Όπως για παράδειγμα η αφοσίωση του καλλιτέχνη στο έργο του και η βαθιά ικανοποίηση που αντλούσε από την ολοκλήρωσή του.

Αλλά κι αυτό θα ήταν ψέμα. Γιατί στην πραγματικότητα ο αείμνηστος δάσκαλος περισσότερη ικανοποίηση έβρισκε στην καταστροφή των αγαλμάτων του παρά στην ίδια τους την δημιουργία. Είχε τους λόγους του κι είχε και την τεχνική του. Κάθε φορά που του ανέθεταν μια καινούρια παραγγελία, ξεκινούσε να δουλεύει νυχθημερόν με πυρετώδεις ρυθμούς, λες και όφειλε να παραδώσει στις Αρχές τον ανδριάντα μέσα στις επόμενες 24 ώρες. Καθώς τα ογκώδη γλυπτά σμιλεύονταν κομμάτι-κομμάτι και συναρμολογούνταν στο τέλος επί τόπου, εμπιστευόταν σ’ εμάς τους βοηθούς του τα ευκολότερα μέρη κι εκείνος αναλάμβανε ιδιοχείρως την χύτευση ή τη σμίλευση της κεφαλής. Στα χέρια του ο  γρανίτης, ο μπρούτζος και το μάρμαρο γίνονταν εύπλαστα όπως ο πηλός κι η προτομή ολοκληρωνόταν πιο γρήγορα κι από τις μπότες ή την χλαίνη. Έβρισκε τότε την ευκαιρία να στήσει την μικρή του παράσταση μπροστά στους αξιωματούχους που ανά τακτά χρονικά διαστήματα επισκέπτονταν το εργαστήριο για να επιθεωρήσουν την πρόοδο των εργασιών, μονίμως αγχωμένοι με την επίτευξη των πλάνων και την τήρηση των προθεσμιών αφού απ’ αυτές εξαρτιόνταν όχι μόνο η καριέρα τους αλλά και η ακεραιότητα των κεφαλών τους που αλίμονο! δεν ήταν πλασμένες από μάρμαρο.

Τους περίμενε λοιπόν από νωρίς στο ατελιέ έχοντας καλύψει την ασώματο κεφαλή με χοντρό μουσαμά, κι όταν η κουστωδία συγκεντρωνόταν γύρω απ’ το έκθεμα, έκανε τ’ αποκαλυπτήρια με μια θεατρική χειρονομία σαν να επρόκειτο για την επίσημη τελετή των εγκαινίων. Παριστάνοντας τους ειδήμονες, οι απαράτσικ πλησίαζαν για να θαυμάσουν από κοντά το γλυπτό και επιδίδονταν σ’ έναν πλειοδοτικό διαγωνισμό επαίνων και κριτικών σχολίων, ενώ εκείνος πισωπατούσε για να παρατηρήσει το δημιούργημά του εκ του μακρόθεν, λες και δεν ήταν έργο δικό του αλλά κάτι που έβλεπε για πρώτη φορά για να το αποτιμήσει. Και τότε ερχόταν το ξέσπασμα, απρόσμενο σαν κεραυνός εν αιθρία. «Ανάξιε καλλιτέχνη! Έτσι λοιπόν τιμάς τον Μεγάλο Ηγέτη που σ’ εμπιστεύτηκε; Μ’ αυτό το άθλιο κατασκεύασμα; Ίχνος ντροπής δεν έχεις πάνω σου να παρουσιάσεις μια τέτοια κακοτεχνία μπροστά στον λαό μας;» Εμβρόντητα τα στελέχη γύριζαν το κεφάλι και τον κοίταζαν με μάτια γουρλωμένα· εκμεταλλευόμενος το σάστισμά τους, άρπαζε εκείνος το σφυρί κι ορμούσε πάνω στην προτομή καταφέροντάς της συντριπτικά πλήγματα. Η καταστροφή ξεκινούσε απ’ τη μύτη, πάντοτε απ’ τη μύτη. «Μύτη είναι αυτή;» ούρλιαζε, «Γαμψή σαν του κοράκου;» Με την πρώτη σφυριά η μύτη αποκολλούνταν απ’ το πρόσωπο που απέμενε γριφώδες και αινιγματικό όπως της Σφίγγας. Οι επόμενες σφυριές στόχευαν στο μέτωπο, το κρανίο, το μουστάκι και πριν προλάβουμε να του αρπάξουμε τη βαριοπούλα απ’ τα χέρια, η κεφαλή είχε γίνει θρύψαλα. Δεν την κομμάτιαζε απλώς, την κονιορτοποιούσε, σάμπως να ήθελε να εξαλείψει τελείως τα ίχνη της καλλιτεχνικής του αποτυχίας να αποδώσει πάνω στη σκληρή πρώτη ύλη την προσωπικότητα του Μεγάλου Ανδρός. Και μόνο όταν το μάρμαρο ή ο γρανίτης είχαν γίνει σκόνη, συνερχόταν κάπως κι έπεφτε στα γόνατα εκλιπαρώντας για μια δεύτερη ευκαιρία. «Θα το ξαναφτιάξω απ’ την αρχή», υποσχόταν, «καλύτερο από πρώτα. Θα το ‘χω έτοιμο στην ώρα του, μην ανησυχείτε καθόλου! Και θα ‘ναι όπως πρέπει, ένας ανδριάντας αντάξιος του Αρχηγού!» Έπαιζε με τη φωτιά ο δάσκαλος αλλά ήξερε τι έκανε. Θέλοντας και μη, οι αξιωματούχοι τού έδιναν την παράταση που ζητούσε, φεύγοντας όμως απ’ το εργαστήριο διέκρινε κανείς τον πανικό ζωγραφισμένο στην χλωμάδα του προσώπου τους. «Κι αν δεν προλάβουμε;» Τους ξεπροβόδιζε κι έπειτα γυρνούσε χαμογελαστός στο εργαστήριο, διέταζε τους παραγιούς να μαζέψουν τα θραύσματα με τη σκούπα και το φαράσι ενώ εκείνος έπεφτε και πάλι με τα μούτρα στη δουλειά.

Η ανακατασκευή ολοκληρωνόταν το βράδυ πριν την εκπνοή της προθεσμίας, λες και το ‘χε σκοπό να τους βασανίζει κρατώντας τους σε αναμμένα κάρβουνα ως την τελευταία στιγμή. Τους καλούσε τότε και πάλι στο ατελιέ για να τους παρουσιάσει τη βελτιωμένη εκδοχή της Λερναίας Ύδρας. Η νέα κεφαλή που είχε ξεφυτρώσει στη θέση της θρυμματισμένης, δεν παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την αρχική, ένα εξασκημένο μάτι μάλιστα θα διαπίστωνε ότι ίσως και να ήταν κατώτερης ποιότητας, πιο απλοϊκή και χοντροκομμένη. Ο δάσκαλος ωστόσο έδειχνε ετούτη τη φορά απόλυτα ικανοποιημένος από το επίτευγμά του και κανείς δεν τολμούσε να του φέρει αντίρρηση, πόσω μάλλον τα στελέχη που αγωνιούσαν περισσότερο κι από τον ίδιο για την έγκαιρη παράδοση του έργου. Η καινούργια προτομή μεταφερόταν με την δέουσα προσοχή και ευλάβεια στην πλατεία ή στο δημόσιο κτήριο όπου επρόκειτο να τοποθετηθεί και η πανηγυρική τελετή των εγκαινίων συνοδευόταν από τα ευμενή σχόλια του Τύπου και της Κριτικής. Φαίνεται μάλιστα πως όσο πιο ακαλαίσθητο και χονδροειδές ήταν το γλυπτό, τόσο περισσότερους επαίνους αποσπούσε· η χοντροκοπιά συγχεόταν με την λαϊκότητα κι ο φαραωνισμός περνούσε για μεγαλοπρέπεια.

Με τα χρόνια και την επανάληψη, ο δάσκαλος, μαζί με τη μανιέρα του, απέκτησε επίσης φήμη εκκεντρικού που τον ακολουθούσε παντού σαν δεύτερη σκιά του. Παρόλ’ αυτά προβλήματα παρεμβάσεων στο έργο του δεν αντιμετώπισε όπως άλλοι καλλιτέχνες, ίσως η φημολογούμενη εκκεντρικότητα να όρθωνε γύρω του μια ασπίδα προστασίας. Από τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Στάλιν εγκωμίασε δημοσίως τον τρόπο με τον οποίο τον αποθανάτιζε και τον έχρισε επίσημο, προσωπικό του γλύπτη, ακόμα και η ιδιοτροπία του απέκτησε αξία παραδείγματος: δεν ήταν πια καταστροφικό αμόκ αλλά η γενναία αυτοκριτική ενός σοβιετικού καλλιτέχνη που, αν και παρασύρθηκε προσωρινά από τις Σειρήνες του φορμαλισμού, εντούτοις συνειδητοποίησε εγκαίρως τα λάθη του για ν’ ανανήψει και να επιστρέψει στην ορθή οδό του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Με τις ευλογίες των Αρχών πλέον, μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητος το έργο του, να δημιουργεί, να καταστρέφει και να αναδημιουργεί αυτούς τους πεντάμετρους ή δεκάμετρους ανδριάντες ενός άνδρα που το πραγματικό του ανάστημα δεν ξεπερνούσε τα 163 εκατοστά.

Το ακατέργαστο στυλ του απέκτησε πολυάριθμους θαυμαστές και μιμητές. Σε κάθε γωνιά της Μεγάλης Σοβιετικής Πατρίδας ξεφύτρωναν ναΐφ συμπλέγματα γιγάντιων γλυπτών λαξευμένα απ’ το χέρι του ή από μαθητευόμενους που πάσχιζαν να του μοιάσουν. Το Κράτος, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στον λαό και την Τέχνη, τον τίμησε με τα υψηλότερα παράσημα και βραβεία, τόσα που όταν στις εθνικές εορτές τα καρφίτσωνε στο πέτο του κοστουμιού του, εκείνο βάραινε και τον έκανε να καμπουριάζει. Ελάχιστοι καλλιτέχνες αξιώθηκαν, όντας ακόμα εν ζωή, να απολαύσουν μια τέτοια δημοφιλία, κι αν είχε πεθάνει τότε, στα 1952, όταν υπέστη το πρώτο έμφραγμα, θα συγκαταλεγόταν στους ευτυχέστερους των θνητών. Αλίμονο! δεν ήταν το γραφτό του…

Η ατυχία του ήταν ότι επέζησε, αν και οι γιατροί δεν του έδιναν και πολλές ελπίδες. Ανέρρωσε όμως κι έζησε αρκετά χρόνια ακόμα για να δει το έργο του να καταστρέφεται από τα χέρια άλλων. Ήταν η εποχή της Εικονομαχίας, τότε που τα παλιά αγάλματα αποκαθηλώνονταν από τα βάθρα τους κι οι χθεσινοί εικονολάτρες μεταμορφώνονταν εν μία νυκτί σε φανατισμένους εικονομάχους. Τον καιρό εκείνο, ο δάσκαλος, εξαιτίας της ασθένειάς του, είχε απομονωθεί από τον κόσμο, οι ειδήσεις της επικαιρότητας μετά βίας έφταναν ως τ’ αυτιά του, ακόμα και τότε όμως δεν τους έδινε την πρέπουσα σημασία. Έτσι πιάστηκε εξαπίνης, όταν, μια μέρα, κάνοντας τον πρωινό του περίπατο στους δρόμους της γενέτειράς του, έπεσε πάνω σ’ ένα εξαγριωμένο πλήθος που με σχοινιά, σφυριά, βαριοπούλες και τσεκούρια κατεδάφιζαν και κατακρεουργούσαν τον ανδριάντα του τυράννου που ο ίδιος είχε φιλοτεχνήσει την περίοδο της Προσωπολατρίας. Η έκπληξή του μεταβλήθηκε σε αληθινό σοκ όταν ανάμεσα στους βάνδαλους αναγνώρισε τον αγαπημένο του μαθητή και την ίδια του την κόρη…

 

 

Εδώ αρχίζει το δυσκολότερο μέρος της ιστορίας, αυτό που δεν θα βρείτε γραμμένο σε καμιά εγκυκλοπαίδεια. Και μη νομίζετε πως μου είναι εύκολο ν’ αφηγηθώ τη συνέχεια. Ναι, εγώ ήμουν ο Ιωάννης που αποδείχθηκε Ιούδας. Ο δάσκαλος μού έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία, με προόριζε για διάδοχό του στο εργαστήριο και για γαμπρό στο σπίτι, θα μου παρέδιδε, μαζί με τα κλειδιά του ατελιέ, και το χέρι της μοναχοκόρης του. Και να που τώρα τον πρόδιδα συμμετέχοντας στον βανδαλισμό ενός γλυπτού στην κατασκευή του οποίου είχα συμπράξει, καλυπτόμενος θρασύδειλα πίσω από την ανωνυμία της μάζας.

«Κι εσύ Βάνια παιδί μου;» ψέλλισε δακρυσμένος τη στιγμή που η κεφαλή σωριαζόταν από ψηλά στο έδαφος με τσακισμένη μύτη. «Καλά οι άλλοι, εσύ όμως;» Ντράπηκα, ταράχτηκα, δεν ήξερα τι να του απαντήσω. «Αλλά μήπως κι εσείς ο ίδιος δάσκαλε δεν…» η δικαιολογία έμεινε στο στόμα μου μισή, το σφυρί μού έπεσε απ’ τα χέρια. «Τίποτα δεν καταλαβαίνεις! Τίποτε απολύτως!» μούγκρισε και πέφτοντας στα γόνατα, βάλθηκε να μπουσουλάει σαν μωρό ανάμεσα στα συντρίμμια. Μάταια προσπάθησα να τον βοηθήσω ν’ ανασηκωθεί, μ’ έσπρωχνε μακριά, δεν ήθελε μήτε να τον αγγίζω. Συνέχισε να σέρνεται στο έδαφος ώσπου, ψηλαφώντας στα τυφλά, σκόνταψε πάνω σ’ ένα θραύσμα της μύτης και το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παλτού του. Στάθηκε τότε στα πόδια του ορθός και άρχισε ν’ απομακρύνεται τρέχοντας σαν τον κλέφτη. Έκανα να τον ακολουθήσω αλλά η Λουντμίλα με συγκράτησε τραβώντας με απ’ το χέρι. Ο δάσκαλος έστριψε στη γωνιά και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος.

Από τότε δεν τον ξανάδα. Σταμάτησε τις δημόσιες εμφανίσεις, παραιτήθηκε απ’ την Ακαδημία, έβαλε λουκέτο στο εργαστήριο και περνούσε τις μέρες του κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος. Όλες μου οι απόπειρες να συμφιλιωθούμε έπεσαν στο κενό, ούτε να του μιλήσω δεν κατόρθωσα, δεν παραλάμβανε την αλληλογραφία του, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, δεν άνοιγε την πόρτα σε κανέναν. Όχι ότι τον επισκέπτονταν και πολλοί άλλωστε, μετά την πτώση του τον απέφευγαν οι πάντες: Από πρότυπο προς μίμηση είχε γίνει παράδειγμα προς αποφυγή, μια χαρακτηριστική περίπτωση καλλιτέχνη που χαράμισε το ταλέντο του στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, η δική της καριέρα απογειωνόταν και γιατί να ρισκάρει να μοιραστεί την προσωπική του αποτυχία; Ακόμα κι απ’ την κόρη του αποξενώθηκε, οι σχέσεις τους, που ήταν πάντοτε τεταμένες, απ’ τη στιγμή που παντρευτήκαμε και πήραμε την απόφαση να εγκατασταθούμε μόνιμα στη Μόσχα, διακόπηκαν τελείως. Πληροφορηθήκαμε την είδηση του θανάτου του με καθυστέρηση, αφού είχε γίνει πια η κηδεία· ένας παλιός παραγιός στο ατελιέ μάς βρήκε και μας ειδοποίησε μετά από μια βδομάδα. Θάνατος από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου· αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή. Εκείνος πάντως είχε τις αμφιβολίες του κι ας φοβόταν να μιλήσει απ’ το τηλέφωνο, φαίνεται πως οι φήμες που κυκλοφορούσαν έλεγαν ότι ο δάσκαλος είχε αυτοκτονήσει.

Από τον κολοσσιαίο ανδριάντα του Στάλιν στο Νόβγκοροντ μονάχα οι μπότες διασώθηκαν.

Εγώ τις είχα φτιάξει…