6 Ιουνίου

 

Την αγαπούσα. Καμιά γυναίκα δεν αγάπησα τόσο. Θα την παντρευόμουν αν δεν την είχα αγαπήσει; Ποιος άλλος θα ζητούσε το χέρι της αν ήταν στη θέση μου; Ποιος θα νυμφευόταν μια χήρα με δύο παιδιά απ’ τον πρώτο της γάμο; Και μάλιστα όχι μια οποιαδήποτε χήρα αλλά την σύζυγο κάποιου που είχε αποκεφαλιστεί με την κατηγορία της προδοσίας; Μια πρώην φυλακισμένη που από τύχη γλίτωσε κι αυτή την λαιμητόμο; Μια γυναίκα με το δικό της παρελθόν, την φήμη της, τις σχέσεις. Οι δικοί μου ήταν αντίθετοι μ’ αυτόν τον γάμο. Η μητέρα, οι αδελφές μου, τ’ αδέλφια μου, κανείς στην οικογένεια δεν την ήθελε. Μια ξιπασμένη αριστοκράτισσα που περνιέται για ανώτερη· έτσι την χαρακτήριζαν. Βούλωσα τ’ αυτιά μου και δεν άκουσα κανέναν, μόνο τη φωνή της καρδιάς. Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Να μη λογαριάζεις τίποτα, ούτε την γνώμη των άλλων, ούτε την ηθική της μάζας, ούτε καν το ίδιο σου το συμφέρον. Μήτε και την διαφορά ηλικίας λογάριασα. Ναι, στο συμφωνητικό οι ημερομηνίες δεν λένε την αλήθεια. Επιθυμία της ήταν, να κρύψει τέσσερα χρόνια απ’ την ηλικία της, να προσθέσει 18 μήνες στην δική μου, να φαινόμαστε συνομήλικοι. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερή μου. Γυναικεία ματαιοδοξία, σκέφτηκα τότε, ή μήπως κάτι άλλο; Ό,τι κι αν ήταν, συμφώνησα, από κοινού ξεγελάσαμε τον συμβολαιογράφο και τον ληξίαρχο. Εύκολα τους γελάς αυτούς, τον Χρόνο όμως πώς να τον ξεγελάσεις; Έρχεται η στιγμή που τα χρέη πληρώνονται και τα γραμμάτια εξοφλούνται. Ζήσαμε για ένα διάστημα ευτυχισμένοι, μαζί κατακτήσαμε τον κόσμο. Περάσαμε νύχτες πάθους μα το κρεβάτι μας άγονο. Τι έπρεπε να πράξω; Περίμενα καιρό, έκανα υπομονή, προσευχόμουν για ένα θαύμα. Μάταια. Ήταν πια φανερό ότι δεν μπορούσε να μου δώσει εκείνο που επιθυμούσα περισσότερο απ’ όλα. Δεν το επιθυμούσα απλώς, το χρειαζόμουν, το είχα απόλυτη ανάγκη. Δίχως αυτό, όλα θα πήγαιναν χαμένα, οι πόλεμοι, οι εκστρατείες, οι μάχες. Ό,τι με αίμα κέρδισα, θα το κληρονομούσε αίμα ξένο. Τότε ήταν που άρχισα να το σκέφτομαι. Πρωτύτερα δεν μ’ ένοιαζε να μεγαλώνω τα τέκνα ενός άλλου, τα ορφανά της τα υιοθέτησα, τους έδωσα τ’ όνομά μου. Μα δεν είναι το ίδιο, δεν αρκεί. Έπρεπε ν’ αποκτήσω τον δικό μου γιο που θα με διαδεχόταν. Κι εκείνη το καταλάβαινε. Δεν ανήκαμε πια στους εαυτούς μας αλλά στην Ιστορία κι όσοι ανήκουν στην Ιστορία δεν πράττουν αυτό που επιθυμούν αλλά εκείνο που πρέπει. Στο τέλος από μόνη της αποδέχτηκε την ακύρωση, χωρίς να την πιέσω. Ήθελα να κρατήσει τους τίτλους της. Από ευγνωμοσύνη, από έρωτα, ή ίσως από τύψεις… Την αγάπησα αλλά δεν την σεβάστηκα… Ούτε κι εκείνη όμως… Ναι, γιατί να νιώθω ένοχος; Επειδή ακύρωσα τον γάμο μας και παντρεύτηκα μια μήτρα; Αλλά ποιο το όφελος; Η ξένη μήτρα μού έδωσε τον γιο που ονειρευόμουν, μα τώρα που απέκτησα διάδοχο, χάθηκε το βασίλειο. Τι ειρωνεία της τύχης! Για το σκήπτρο τον έρωτα θυσίασα μα τα ‘χασα και τα δύο. Τίποτα πια δεν διορθώνεται, τίποτα δεν αλλάζει, εκείνη είναι νεκρή κι εγώ εξόριστος. Αχ! Να μπορούσα να γύριζα τον χρόνο πίσω, να την ξαναδώ για μια στιγμή μονάχα…

 

 

28 Μαΐου

 

Μ’ αγαπούσε, έλεγε. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε στον κόσμο. Πιο πολύ κι απ’ τη ζωή του ακόμη. Δεν τα έλεγε μόνο, τα έγραφε κιόλας. Τα γράμματά του… Τα έχω πάντοτε μαζί μου, όπου κι αν πάω. Μονάχα αυτά μ’ απέμειναν από κείνον, οι τίτλοι, τα πλούτη, χάθηκαν, τι σημασία έχουν; Μου έγραφε ακόμα κι όταν έλειπε μακριά, σε εκστρατεία. Έστελνε τις επιστολές με έφιππο αγγελιαφόρο για να μην αργούν. «Μην πλυθείς, σε τρεις μέρες επιστρέφω». Χαχα! Ο βρομιάρης μου… ο μικρός μου δεκανέας… Ένα μεγάλο  παιδί ήταν όταν τον γνώρισα κι έτσι έμεινε ως το τέλος. Γι’ αυτόν τα πάντα ήταν παιχνίδι, τα στρατιωτάκια του, ο πόλεμος, ο έρωτας. Όμως απ’ την αρχή τον ξεχώρισα ανάμεσα σε τόσους σπουδαίους άντρες. Πριν ακόμα γίνει μεγάλος και τρανός, το ήξερα ότι μια μέρα θα τους επισκιάσει όλους. Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε τότε, εγώ όμως το έβλεπα πως ήταν γεννημένος να κερδίζει. Παντού και πάντοτε και μ’ οποιαδήποτε θυσία. Έπαιζε με πάθος κι αφοσίωση, όπως τ’ αγόρια, αλλά βαριόταν εύκολα, πετούσε το παιχνίδι του μακριά κι έψαχνε για καινούργιο. Κι εμένα με πέταξε όταν βαρέθηκε ή μόλις κατάλαβε πως την παρτίδα ετούτη δεν γινόταν να κερδίσει. Μ’ αγάπησε, έλεγε, αλλά δεν με σεβάστηκε. Αμέσως βρήκε άλλη να με αντικαταστήσει. Άραγε τώρα που γύρισε ο τροχός, εκείνη θα τον ακολουθήσει στης εξορίας τον δρόμο; Θα προσπέσει ικέτιδα στα πόδια του άσπονδου εχθρού του για να της επιτραπεί να τον συνοδεύσει, όπως έκανα εγώ; Κι είχε μια παγωνιά εκείνο το πρωινό! Ανατρίχιαζα σύγκορμη αλλά δεν ήταν μόνο απ’ το κρύο. Πιο παγωμένη κι απ’ τον βοριά η ψυχή του νικητή, ρώσικη καρδιά, πλασμένη από χιόνι. Τι ταπείνωση! Ανέκφραστος άκουσε την έκκληση μα απόκριση καμία. «Θα το σκεφτούμε», είπε μόνο κι απομακρύνθηκε μ’ όλη του την κουστωδία. Τόσες μέρες πέρασαν κι ακόμα περιμένω. Άρρωστη, κατάκοιτη, στου πόνου το κρεβάτι, να φλέγομαι στον πυρετό… τόσο μακριά από κείνον. Τι να κάνει άραγε, τι να σκέφτεται μέσα στη μοναξιά του; Να με θυμάται τάχα; Αχ! και να μπορούσα να σταθώ κοντά του τώρα που με χρειάζεται περισσότερο από ποτέ! Όμως οι δυνάμεις μου μ’ εγκαταλείπουν… Σβήνω… Δεν θα τον ξαναδώ.