Μονολογώ τώρα· μέρες ολόκληρες περιπλανιέμαι στους έρημους δρόμους της πολιτείας παραμιλώντας φωναχτά όπως οι τρελοί άλλοτε, τότε που οι λεωφόροι ήταν ακόμα γεμάτες περαστικούς και το πλήθος στριμωχνόταν στα πεζοδρόμια, κι ας ξέρω πως κανείς δεν πρόκειται να μ’ ακούσει, ούτε κι απάντηση να μου δώσει πρόκειται αφού όλοι τους είναι πια νεκροί και μονάχα εγώ απέμεινα στον κόσμο ν’ αναπνέω, και παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να μιλάω μοναχή σαν τους τρελούς, όμως τρελή δεν είμαι κι ας έρχονται στιγμές που νομίζω ότι θα τρελαθώ όταν συλλογιέμαι για ποιον λόγο επιβίωσα ενώ οι υπόλοιποι πεθάναν, γιατί εμένα άραγε με ξεχώρισε η μοίρα κι είμαι ακόμα ζωντανή και τότε πιάνω πάλι να μιλάω στον εαυτό μου για να μην αποτρελαθώ και σταματήσει ν’ αντηχεί η ανθρώπινη φωνή σ’ ετούτη ‘δώ τη ρημαγμένη χώρα, να μην βυθιστεί ο τόπος ολότελα στη σιωπή του θανάτου όπου τον έριξαν εκείνοι που πιότερο απ’ τους άλλους είχαν καθήκον τους να τόνε προστατεύουν, οι άφρονες κυβερνήτες που με το πάτημα ενός κουμπιού κατέστρεψαν όσα επί γενεές ολόκληρες οι άνθρωποι με τον μόχθο τους είχαν δημιουργήσει, οι παράφρονες επιστήμονες που επινόησαν ετούτα τα κουμπιά που με το πάτημά τους αφάνισαν πολιτισμούς και κράτη, αλλά κι απ’ αυτούς τους άφρονες και παράφρονες ακόμη, χειρότεροι αποδείχθηκαν κάποιοι άλλοι, οι γνωστικοί, οι φρόνιμοι, οι προνοητικοί, όσοι σχεδίαζαν το μέλλον, που τα δικά τους τα κουμπιά άφησαν ανέπαφα τα κτίρια, τις γέφυρες, τ’ αγάλματα, τους ναούς και τα παλάτια σκοτώνοντας μόνο τους ανθρώπους που τα έκτισαν και που τα κατοικούσαν, με αποτέλεσμα τώρα να περιπλανιέμαι σε μια πόλη άδεια και νεκρή που μοιάζει με μουσείο σε μέρα αργίας, όπου τουρίστας πόδι δεν πατά για να το εξερευνήσει και να θαυμάσει τα εκθέματα, παρά μονάχα εγώ, έσχατη θεματοφύλακας της μνήμης, η τελευταία των θνητών, κουβαλώντας στην πλάτη μου το σακίδιο με τα είδη πρώτης ανάγκης, μερικές κονσέρβες ξηράς τροφής, το παγούρι με το νερό, τα χάπια ιωδίου, την αντιασφυξιογόνα μάσκα, τον μετρητή Geiger, τον φακό θυέλλης, τον δονητή και στην κοιλιά μου μέσα το έμβρυο που πάλλεται εδώ και έξι μήνες κι αδημονεί να βγει στον έξω κόσμο, αυτόν τον κόσμο που κατέστρεψαν οι άφρονες και παράφρονες, άντρες μ’ εξουσία και ισχύ και γνώση προικισμένοι, στερημένοι όμως από λογική κι ανθρώπινη συμπόνια, και να που πρέπει να φροντίσω και γι’ αυτό εκτός απ’ τον εαυτό μου, να προνοήσω ώστε να βγει στο φως της μέρας σώο κι αβλαβές γιατί από τούτο εξαρτάται η επιβίωση του είδους, και μακάρι Θεέ μου να γεννηθεί γερό και να ‘ναι και αγόρι, όχι κορίτσι Θεούλη μου, μονάχα τούτο σου ζητώ, κάμε να βγει αγόρι το παιδί ώστε να μπορέσω να ζευγαρώσω μαζί του όταν μεγαλώσει λίγο, να σπείρουμε μια καινούργια γενιά ανθρώπων πάνω στη γη, καλύτερη απ’ την προηγούμενη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο άπληστη, πιο πονετική, αυτό μόνο προσεύχομαι όταν παραμιλάω κι ας μην ξέρω αν υπάρχεις εκεί ψηλά για να μ’ ακούσεις, ίσως να μην υπάρχεις, όπως δεν υπάρχει κανείς ούτε κι εδώ κάτω, και πάλι όμως δεν βλάπτει σε τίποτα η προσευχή, ούτε και η ελπίδα, γιατί αν χαθεί κι αυτή τι άλλο απομένει;