Με ρωτάς γιατί το κάνω. Κοίτα, μια δουλειά είναι κι αυτή, ίσως όχι σαν όλες τις άλλες, αλλά μην νομίζεις πάντως, έχει και τα καλά της. Είναι πολλά τα λεφτά Άρη, χαχαχα, και στο χέρι, ε; Μαύρα κι αφορολόγητα, κι άκου και το καλύτερο: τα μισά μπροστάντζα, με το συμβόλαιο, τα υπόλοιπα στο τέλος. Ούτε και χρειάζεται να χτυπάς κάρτα κάθε πρωί και να ξυπνάς μες στ’ άγρια χαράματα. Με ένα χτύπημα βγάζεις όσα δεν βγάζει ένας υπάλληλος ολόκληρο τον χρόνο. Και μετά αράζεις και περιμένεις το επόμενο τηλεφώνημα. Που μπορεί να αργήσει κι έξι μήνες. Ή και έναν χρόνο. Εσένα όμως δεν σε νοιάζει, τρως από τα έτοιμα. Το φαντάζεσαι;

Έχει και τα ρίσκα του βέβαια. Να μην σε πιάσουν. Σπάνιο αλλά δεν αποκλείεται, καμιά φορά σπάει ο διάολος το ποδάρι του και να. Πιο πολύ κινδυνεύεις απ’ τον πελάτη, παρά απ’ την αστυνομία. Όταν γίνεται ένας φόνος, το πρώτο που εξετάζουν οι μπάτσοι είναι το κίνητρο. Εσύ όμως, πέρα απ’ τα λεφτά, άλλο κίνητρο δεν έχεις. Μπορεί λοιπόν να υποψιάζονται εκείνον που έδωσε την εντολή, ο τύπος όμως έχει τα χέρια του καθαρά, δεν πάτησε την σκανδάλη. Εσένα όμως που την πάτησες η αστυνομία δεν σε ξέρει και πώς να σε μάθει άλλωστε; Είσαι ο αόρατος άνθρωπος. Ο πελάτης όμως σε ξέρει κι αν κάτι πάει στραβά, μαζί σου θα τα βάλει. Μπορεί να υποψιαστεί ότι τον πρόδωσες, ότι επίτηδες αστόχησες και τότε δεν αποκλείεται το επόμενο συμβόλαιο να έχει τ’ όνομά σου. Για να σ’ εκδικηθούν, για να σου κλείσουν το στόμα, για να μην μαρτυρήσεις. για Και δεν μπορείς ούτε να προφυλαχθείς, ούτε να χτυπήσεις πρώτος. Γιατί ενώ ο πελάτης εσένα σε γνωρίζει, εσύ δεν τον γνωρίζεις τον πελάτη, εσύ γνωρίζεις μόνο τον μεσάζοντα. Έτσι γίνονται αυτές οι δουλειές. Γι’ αυτό πρέπει να γίνονται όλα στην εντέλεια, λάθη δεν συγχωρούνται. Ούτε και οι πελάτες είναι άνθρωποι που συγχωρούν. Αν ήταν δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν.

Μην νομίζεις πως είναι και τόσο δύσκολο βέβαια. Το πρακτικό μέρος, εννοώ. Αρκεί να έχεις λίγη υπομονή, να παραμονεύεις, να έχεις χέρι σταθερό και να σημαδεύεις καλά. Εμένα από κει με διάλεξαν, επειδή ήμουν άσσος στο σημάδι. Όχι να το παινευτώ, αλλά περνούσα τη σφαίρα μέσα απ’ την τρύπα δαχτυλιδιού στα 200 μέτρα. Πιο δύσκολο είναι το ψυχολογικό κομμάτι. Γιατί όσο να ‘ναι, δεν πυροβολείς μπουκάλια ή ελάφια ή λαγούς, πυροβολείς ανθρώπους. Είναι πολύ διαφορετικό. Ούτε και με τον πόλεμο μοιάζει. Και στον πόλεμο βέβαια πάλι ανθρώπους πυροβολείς. Μπαμ και κάτω. Αλλά εκεί το κάνεις για κάποιον σκοπό ιερό. Την πατρίδα, την ελευθερία, τον Θεό. Πάντως όχι για το χρήμα. Εκτός αν είσαι μισθοφόρος. Όπως εγώ. Ε, κι αφού δεν μπορείς να πιαστείς από κάποια μεγάλη ιδέα, κάπου αλλού πρέπει να στηριχτείς. Το ότι σου είναι άγνωστοι και δεν έχεις προσωπικά μαζί τους βέβαια βοηθάει. Δεν νιώθεις μίσος, ούτε ταραχή την ώρα που το κάνεις. Ούτε και οίκτο όμως. Είναι κάπως σαν εκείνα τα videogames βολών πρώτου προσώπου. Πατάς το κουμπί κι ο αντίπαλος σωριάζεται στην οθόνη κι έπειτα το παιχνίδι συνεχίζεται, δεν έχεις χρόνο να το σκεφτείς παραπάνω. Το πολύ-πολύ να νιώσεις μια μικρή ευχαρίστηση που πέτυχες διάνα, όπως τα παιδιά στα λούνα-παρκ στα παιχνίδια σκοποβολής με το αεροβόλο. Μια μικρή διέγερση της στιγμής που σ’ ένα λεπτό σου περνάει. Έτσι και στην πραγματικότητα, πάτησες την σκανδάλη; μετά το μόνο που σε νοιάζει είναι ν’ απομακρυνθείς όσο γίνεται πιο γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος να μην σε εντοπίσουν.

Το θέμα είναι να μην το σκέφτεσαι κατόπιν, όταν βρεθείς σε ασφαλές σημείο. Να το αφήνεις πίσω σου, να το ξεχνάς σαν να μην συνέβη. Αυτό είναι το μυστικό για το τέλειο έγκλημα. Το έγκλημα που δεν αφήνει πίσω του ίχνη δεν είναι ακόμα τέλειο, τέλειο γίνεται όταν δεν αφήνει πίσω του ούτε τύψεις. Γι’ αυτό και μερικοί παλιοί, πιο παλιοί από μένα στην πιάτσα, βάζουνε στους εαυτούς τους κάποια όρια. Σου λένε, Γυναίκες και παιδιά όχι, δεν αναλαμβάνω. Για να έχουν την συνείδησή τους ήσυχη. Εγώ πάλι αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για ποιο λόγο δηλαδή; Σάμπως οι γυναίκες είναι καλύτερες απ’ τους άντρες; Ας γελάσω! Όσο για τα παιδιά, εντάξει, παιδιά είναι, σου λέει ο άλλος, άκακα κι αθώα. Εμ, κούνια που σε κούναγε! Ρώτα κι εμένα που μεγάλωσα σε ιδρύματα κι αναμορφωτήρια, αν έχω ιστορίες να σου πω για την σκληρότητά τους.

Τι τα θες τι τα γυρεύεις; σκάρτο πράγμα ο άνθρωπος από γεννησιμιού του. Γι’ αυτό κι εγώ δεν σκοτίζομαι ιδιαίτερα, ένας παραπάνω, ένας παρακάτω, τι διαφορά έχει; Και μη νομίζεις ότι σ’ τα λέω για να δικαιολογηθώ, η αλήθεια είναι. Γιατί αν θες να ξέρεις, οι περισσότεροι που καθάρισα, τους άξιζε και με το παραπάνω. Δεν σου βγάζουνε συμβόλαιο στα καλά καθούμενα εάν δεν έχεις κάνει κάτι. Εντάξει, καμιά φορά μπορεί να προκύψει και κανένας δημοσιογράφος που τα βάζει με τους ισχυρούς ή κανένας αδιάφθορος δικαστής, αλλά κι αυτά μέσα στους κινδύνους του επαγγέλματος είναι. Του δικού τους επαγγέλματος εννοώ. Αλλά αυτό συμβαίνει μία φορά στις δέκα κι ακόμα πιο σπάνια, συνήθως δεν τα βάζουμε με τους ανθρώπους της εξουσίας, λόγω της δημοσιότητας που δεν ωφελεί κανέναν. Τις περισσότερες φορές οι στόχοι είναι του συναφιού μας, άτομα του σχοινιού και του παλουκιού όπως κι εμείς που όλοι τους έχουνε λερωμένη τη φωλιά τους. Μια σφαίρα στο δόξα πατρί, το λες και τιμωρία. Δίκαιη τιμωρία. Γι’ αυτό και η αστυνομία δεν νοιάζεται ιδιαίτερα, σου λέει, άσ’ τους αυτούς να φαγωθούνε μεταξύ τους να ξεβρομίσει ο τόπος. Βολεύει έτσι, και τους μπάτσους κι εμάς. Γιατί τέλειο έγκλημα μπορεί να μην υπάρχει, υπάρχει όμως ανεξιχνίαστο έγκλημα και η αιτία που δεν εξιχνιάζεται είν’ η αδιαφορία.

Κουράζεσαι όμως. Δεν μπορείς να το κάνεις για πάντα. Και το κορμί βαραίνει. Η όραση δεν σε βοηθάει όπως παλιά, τα χέρια σου αρχίζουνε να τρέμουν. Να, την τελευταία φορά δυσκολεύτηκα. Αστόχησα ξανά και ξανά κι ας ήταν σχεδόν εξ επαφής. Άλλοτε θα τον ξάπλωνα με δεμένα μάτια, τώρα χρειάστηκε να πυροβολήσω τέσσερις φορές μέχρι να τον πετύχω. Ήταν ένα καμπανάκι. Ένα προειδοποιητικό σήμα. Ώρα να τα παρατήσω. Στα πενήντα μου που έφτασα εγώ τώρα, άλλοι έχουν σταματήσει από καιρό. Ή είναι νεκροί. Ήρθε η σειρά μου. Γι’ αυτό ζήτησα ν’ αποσυρθώ. Αλλά δεν μ’ αφήνουν. Λόγω της φήμης μου. Άλλη μια αποστολή, μου λένε, κι έπειτα είσαι ελεύθερος. Και μετά άλλη μία, κι άλλη μία. Ως πότε όμως;

Γιατί κάθομαι και σ’ τα λέω όλα αυτά; Επειδή μου είσαι άγνωστη. Ούτε τ’ όνομά μου δεν ξέρεις. Ούτε κι εγώ ξέρω το δικό σου. Το αληθινό σου όνομα εννοώ. Περάσαμε μια νύχτα μαζί κι αυτό είν’ όλο. Αύριο θα βρίσκομαι σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη χώρα, σε μια άλλη ήπειρο και δεν θα με ξαναδείς ποτέ. Γι’ αυτό σ’ εμπιστεύτηκα, επειδή και να το ‘θελες, δεν θα μπορούσες να με βλάψεις. Όλοι μας αισθανόμαστε πότε-πότε την ανάγκη να μιλήσουμε σε κάποιον. Πιο εύκολα ανοίγεσαι σε ξένο παρά στους δικούς σου. Αν έχεις και κανέναν δικό σου άνθρωπο δηλαδή. Γιατί εγώ δεν έχω.