Χρόνια τώρα παλεύω να του μοιάσω. Του εαυτού μου. Το γελάς; Μην το γελάς καθόλου! Ξέρεις εσύ πολλούς ανθρώπους να μοιάζουν του εαυτού τους; Εγώ δεν ξέρω. Ελάχιστους ίσως, αλλά κι αυτούς ακόμη όχι απόλυτα, μια αμυδρή ομοιότητα μονάχα. Τους βλέπω στη δουλειά, στο γραφείο, στο σπίτι τους με την οικογένεια, στο πάρκο με τα παιδιά τους, στην ταβέρνα με τους φίλους, στον δρόμο πιασμένους χέρι-χέρι με το ταίρι τους, τους βλέπω στην εκκλησία κατανυκτικούς, στο γήπεδο φωνακλάδες, στην διαδήλωση οργισμένους, στον κινηματογράφο σιωπηλούς. Λες και κρύβουν μέσα τους πολλούς διαφορετικούς εαυτούς, έναν για κάθε περίσταση, μόνο που κανένας τους δεν μοιάζει με τον άλλον. Και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι, ποιος να είναι τάχα ο αληθινός, ή μήπως να ‘ναι όλοι ψεύτικοι; γιατί και τούτο μού φαίνεται εξίσου πιθανό. Τι να σας πω; Δεν ξέρω ν’ απαντήσω.

Εγώ οικογένεια δεν απέκτησα, παιδιά, σκυλιά δεν έχω. Και στο γήπεδο όμως έχω πάει και στην εκκλησιά και στην ταβέρνα και στο εργοστάσιο και βρέθηκα πολλές φορές ανάμεσα σε πλήθος. Άραγε οι άλλοι που με κοίταζαν, να αναγνώριζαν παντού τον ίδιο άνθρωπο ή έμεναν κι αυτοί με την ίδια απορία; Ούτε κι αυτό το ξέρω. Το πρωί όμως, όταν στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη για να ξυριστώ, το πρόσωπο που αντικρίζω μού είναι άγνωστο κι ελάχιστα οικείο.

Αυτόν τον ξένο που με παρατηρεί με βλέμμα καχύποπτο, πώς να τον κάνω φίλο;