Στο σαλόνι η τσατσά έκανε την παρουσίαση. Καινούργια άφιξη, από Αϊτή, ελεύθερο στοματικό, τελειωτικό στο σώμα. Γλωσσόφιλα; Πρωκτικό; ρώτησε ο πελάτης. Φιλιά, ναι, πρωκτικό συν είκοσι, απάντησε η γριά. Bono, συστήθηκε το κορίτσι μονολεκτικά· μάλλον το όνομά της. Έριξε μια ματιά στο πορτοφόλι του, για πρωκτικό δεν έφταναν τα λεφτά· κρίμα, η μαυρούλα είχε ωραίο κωλαράκι. Διάλεξε το απλό πρόγραμμα, πλήρωσε το παράβολο των 10 ευρώ και μπήκε στο δωμάτιο. Έπλυνε τ’ αχαμνά του στον νιπτήρα και κάθισε στο κρεβάτι να περιμένει, ένας Πάκι είχε περάσει πρώτος στο διπλανό. Σε κανένα δεκάλεπτο έφτασε κι η κοπέλα. Χαμογελαστή αλλά έδειχνε κουρασμένη. Σηκώθηκε και πλησίασε, πήγε να την φιλήσει. Bo no, ψιθύρισε εκείνη και τραβήχτηκε· τελικά δεν ήταν τ’ όνομά της. Μα έξω η τσατσά δεν είπε ότι…; απολογήθηκε αυτός λες και θα μπορούσε να τον καταλάβει κι έπειτα επιχείρησε να την φιλήσει πάλι. Bo no, του επανέλαβε πεισματικά με σφιγμένα χείλη. Ο άντρας ξενέρωσε, αντίο στύση. Της έδειξε να στηθεί στα τέσσερα μα ήξερε πως δεν θα τα καταφέρει να τελειώσει. Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε τα φιλιά που κάποτε του έδινε μια άλλη. Μάταιος κόπος. Ενόσω αγκομαχούσε, και του κοριτσιού τα μάτια ήταν κλειστά μα δεν ονειρευόταν. Τότε ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα· το δεκάλεπτο είχε περάσει. Η γυναίκα πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Δεν προσπάθησε να την σταματήσει.
Βγήκαν μαζί απ’ το δωμάτιο, χολωμένοι και οι δύο.
Bo no, μουρμούριζε εκείνη· ό,τι πληρώνεις παίρνεις, μονολόγησε ο πελάτης.
Σχoλιάστε