Ό,τι κι αν έκανα, όλο και κάποιο κουσούρι θα του ‘βρισκε. Αιωνίως ανικανοποίητος, τίποτα δεν Τ’ άρεσε, το ένα Τού ξίνιζε, το άλλο Τού βρομούσε. Ο ουρανός; Αέρας κοπανιστός. Η θάλασσα; Πολύ αλμυρή, πολύ φουρτουνιασμένη. Το στερέωμα; Κακοτράχαλο κι ανισόπεδο· χάθηκαν οι ευθείες; Ο ήλιος; Καίει και σε τυφλώνει. Το φεγγάρι; Χλωμό και ασχημάτιστο. Τ’ αστέρια; Μακρινά και ακατοίκητα, μόνο για το θεαθήναι. Η μέρα; Βαρετή κι επαναλαμβανόμενη. Η νύχτα; Κατασκότεινη και κρύα. Τα λουλούδια; Τα φυτά; Γιατί τόσοι κάκτοι, θάμνοι, αγριόχορτα, ζιζάνια, τσουκνίδες; Ως και τα τριαντάφυλλα, κι αυτά αγκάθια έχουν. Τα ζώα; Εντάξει, μερικές ράτσες Τού φάνηκαν συμπαθητικές, τα πρόβατα ιδίως, ίσως και τα ψάρια, τα υπόλοιπα όμως; Οι αρουραίοι, οι μύγες, τα κουνούπια, οι αράχνες, οι κατσαρίδες, οι ψείρες, οι ψύλλοι, τα τσιμπούρια, οι κοριοί, οι γυμνοσάλιαγκες, οι δεινόσαυροι, οι ύαινες, τα κοράκια; Χρησίμευαν σε κάτι; «Μια φρίκη η φύσις όλη, ο ένας τρώει τον άλλον, πού την είδες εσύ ρε Πατέρα την ομορφιά;»
Τέτοιος τζαναμπέτης ήταν που, από τα τόσα είδη που έπλασα, μονάχα ο άνθρωπος κίνησε την περιέργειά Του. Ακούς εκεί, ο άνθρωπος! Το μεγαλύτερό Μου λάθος κι όμως Εκείνος αμέσως το βάφτισε κορωνίδα της Δημιουργίας. Όχι ότι το πίστευε πραγματικά, απλώς για να Μου πάει κόντρα. Επέμενε όμως, «Αυτοί τουλάχιστον είναι απρόβλεπτοι, έχει ενδιαφέρον να δεις πώς θα εξελιχθούν κι ως πού είναι ικανοί να φτάσουν». Βρε καλέ Μου, βρε χρυσέ Μου, έλα στα συγκαλά Σου! Μπα, χαμπάρι δεν έπαιρνε από λόγια. Λες και δεν καταλάβαινε πως, εάν δεν ελάμβανα εγκαίρως τα μέτρα Μου, μία των ημερών οι άνθρωποι θα Μας γκρέμιζαν απ’ τον θρόνο.
Ακόμα και τότε όμως, όταν αναγκάστηκα να τους τιμωρήσω για την ανυπακοή τους, και πάλι πήρε το μέρος τους και τα ‘βαλε μαζί Μου. Πως ήμουν δήθεν υπερβολικά αυστηρός, τύραννος και δυνάστης και πως οι κακομοίρηδες δεν έκαναν δα και κάτι τόσο τρομερό ώστε να μην δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία. «Ένα μηλαράκι έφαγαν, σιγά την αμαρτία». Κάνε παιδί να δεις καλό· τέτοια αχαριστία! Δεν φτάνει που Μ’ έβγαλε άχρηστο σαν Δημιουργό, να με βρίζει κι από πάνω; Πείτε Μου εσείς, ποιος γονιός θ’ ανεχόταν το σπλάχνο του να του αντιμιλάει έτσι; Αλλά δεν φταίει Αυτός, η μάνα Του, αν Του τις είχε βρέξει όταν ήταν μικρός, τώρα δεν θα ‘βγαζε γλώσσα στον ίδιο Του τον Πατέρα. Και να πεις ότι νοιαζόμουνα μόνο για τον εαυτό Μου; Εγώ πάει, γέρασα πια, δική Του η Βασιλεία, αφού Αυτός θα με κληρονομήσει. Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται το συμφέρον Του;
Εκεί πάνω στα λόγια όμως φούντωσε ο καβγάς, με πιάσανε κι εμένα τα διαόλια Μου, του κάκου μπήκε στη μέση το Πνεύμα το Άγιο να Μας συμφιλιώσει. Ε, αφού έτσι Μού ‘σαι βρε μούλικο, τράβα τώρα κοντά στους προστατευόμενούς Σου τους ανθρώπους, να δεις τη γλύκα, τι ωραία που θα Σου φερθούν και πώς θα Σε καλωσορίσουν. Να Τον πήγε, κρύος ιδρώτας Τον έλουσε, Μου άρχισε τις κλάψες, «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», και κάτι τέτοια μελοδραματικά, μήπως και Με τουμπάρει. Αμ δε, ετούτη τη φορά δεν πρόκειται να περάσει το δικό Σου, χαϊδεμένε Μου! Μην παραπονιέσαι καθόλου, τσιμουδιά, ήθελες τα κι έπαθες τα! Καλά, Γιος μου είναι, δεν θα Τον αφήσω έτσι, τρεις μερούλες τιμωρία, ίσα να πάρει το μάθημά Του κι έπειτα Tον ανασταίνω και Tον φέρνω πάλι πίσω. Ελπίζω να ‘χει λογικευτεί μέχρι τότε, ειδικά όταν νιώσει στο πετσί Του από τι ξύλο στραβό είναι ο άνθρωπος καμωμένος.
Μα πώς έκανα Εγώ τέτοιο λάθος; ακόμα αναρωτιέμαι…
χαχααα μάλιστα! αυτό είναι ιερό χιούμορ!