Η διαλεκτική αλήθειας / ψέματος στην Σονάτα Waldstein.
Αυτό που βλέπεις είναι
Αυτό που βλέπεις
Αυτό που δεν βλέπεις είναι
Αυτό που είναι
Στην προμετωπίδα του βιβλίου, σαν motto μπαίνει ένα τετράστιχο του Ηλία Μαγκλίνη, δανεισμένο από το μυθιστόρημά του Είμαι όσα έχω ξεχάσει. Το ίδιο τετράστιχο επαναλαμβάνεται πριν από τον Επίλογο που κλείνει το έργο. Παίζει έτσι έναν ρόλο ανάλογο με το κλειδί του Σολ σε μία μουσική σύνθεση και δίνει τον τόνο σε ολόκληρο το βιβλίο, έναν τόνο αβεβαιότητας και αμφιβολίας.
Ένας έντιμος και ειλικρινής αφηγητής ξεκινάει να διηγείται μία ιστορία που συνέβη σ’ εκείνον. Είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια όσο επώδυνη κι αν είναι, έστω και αν υπάρχει το ρίσκο να εκθέσει κάποια πρόσωπα αλλά και να εκτεθεί και ο ίδιος. Ρίχνεται λοιπόν με τα μούτρα στη συγγραφή έχοντας την πεποίθηση ότι θα τα καταφέρει. Όσο όμως το έργο προχωρά, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι την αλήθεια την οποία επιθυμεί να παρουσιάσει στον αναγνώστη, δεν την κατέχει, ούτε την γνωρίζει σε όλη της την έκταση. Καθώς η μία ανατροπή διαδέχεται την άλλη και μια σειρά αποκαλύψεων έρχονται να αναθεωρήσουν την αρχική εκδοχή των γεγονότων, εκείνος βυθίζεται σ’ ένα ημίφως όπου όλα είναι πιθανά αλλά τίποτα βέβαιο και εξακριβωμένο. Αποδεικνύεται έτσι σταδιακά πως δεν είναι παρά ένας ακόμη Αναξιόπιστος Αφηγητής, όπως δεκάδες άλλοι στην Ιστορία της λογοτεχνίας· η αδυναμία του να λύσει τα μυστήρια της υπόθεσης θα μετατραπεί σε μοντερνιστικό λογοτεχνικό εύρημα και παιχνίδι. Αυτό που τελικά φτάνει στα χέρια του αναγνώστη είναι μία κατακερματισμένη και αποσπασματική εικόνα, τα Deux ou trois choses que je sais d’elle, τα δύο ή τρία πράγματα που γνωρίζει για εκείνη. Πού βρίσκεται όμως η υπόλοιπη αλήθεια;
Ολόκληρη την αλήθεια τη γνωρίζει μονάχα εκείνη, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος. Αυτή όμως ενδέχεται να είναι μία παραπλανητική διαπίστωση. Η ίδια, για να προφυλάξει τον εαυτό της και την διπλή της ζωή, έχει υφάνει γύρω της έναν ιστό ψεμάτων, όμως έχει ομοίως χαθεί μέσα στον λαβύρινθο που δημιούργησε. Όπως συμβαίνει με τους ηθοποιούς που ταυτίζονται με τον ρόλο τους, όπως συμβαίνει με τους απατεώνες που καταλήγουν να πιστεύουν στα ψέματα που προορίζονται για τα θύματά τους, στην ταραγμένη και άρρωστη ψυχή της, η μυθομανία εκδηλώνεται όχι μονάχα ως μέσο εξαπάτησης των άλλων, αλλά και ως καταφύγιο και διαφυγή από τους δαίμονες που την καταδιώκουν.
Αφηγούμενος και την δική της ιστορία αλλά και την ιστορία του σύντομου έρωτά τους, ο αφηγητής θα βρεθεί μπροστά σε ένα νέο εμπόδιο που αδυνατεί να υπερπηδήσει: η εξέλιξη της πλοκής και του δράματος καθορίζεται από μια σειρά εξωφρενικών συμπτώσεων, από αυτές που έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο. Κι όμως! Αν «Οι συμπτώσεις είναι το αγαπημένο παιχνίδι των θεών» όπως έγραφε ο Μάλκολμ Λάουρι στο Κάτω από το Ηφαίστειο, κι εμείς τα παίγνιά τους, τότε πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει και να δώσει νόημα στο Τυχαίο; Αν όλα συνέβησαν τυχαία, μήπως αυτό σημαίνει πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο; αναρωτιέται τώρα ο σαστισμένος αφηγητής αμφισβητώντας για πρώτη φορά όλες τις παγιωμένες του πεποιθήσεις, την ίδια ώρα που προσπαθεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό: η ζωή αποδεικνύεται πιο ευφάνταστη σεναριογράφος απ’ τον ίδιο, όταν όμως η αλήθεια μοιάζει απίστευτη, τότε πώς μπορεί κανείς να κάνει πιστευτό το αλλόκοτο, να προσδώσει αληθοφάνεια σε μια ιστορία που βρίθει απιθανοτήτων; Αν η γυναίκα του Καίσαρα οφείλει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια, τότε η αλήθεια οφείλει να φαίνεται αληθοφανής; Ιδού η απορία.
Έπειτα, σε τούτο το νοητικό χάος, έρχεται η διάσταση του χρόνου να προσθέσει την δική της αμφισημία: διηγούμενος σε τρίτο πρόσωπο περιστατικά που συνέβησαν πριν από καιρό, ο συγγραφέας προσπαθεί να αναπλάσει τα συναισθήματα που βίωνε τη στιγμή εκείνη. Ματαιοπονία, διότι η ανάμνηση της παρελθούσης ευτυχίας αμαυρώνεται από την μεταγενέστερη πικρή επίγευση που δημιουργεί η συνειδητοποίηση της εξαπάτησης και της προδοσίας. Η μνησικακία απλώνεται σαν πετρελαιοκηλίδα που μολύνει εκ των υστέρων το πέλαγος της μνήμης.
Καμία ανασύσταση του παρελθόντος δεν είναι πια εφικτή, αυτό είναι το απαισιόδοξο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει. Τα γεγονότα και τα συναισθήματά μας είναι αληθινά μονάχα τη στιγμή που τα ζούμε και ποτέ όταν τα αφηγούμαστε ή τα καταγράφουμε. Κάθε ανάμνηση είναι και μία κατασκευή, μία εκ των υστέρων επινόηση, δεν έχει περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα απ’ ό,τι με την φαντασία. Ακόμα χειρότερα, εξυπηρετεί μια σκοπιμότητα σχεδόν χειριστική καθώς ο αφηγητής-συγγραφέας επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις του έχοντας πάντα κατά νου την εντύπωση που επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη. Εξαπατηθείς ο ίδιος θα μπει στον πειρασμό να εξαπατήσει με την σειρά του, ο γητευμένος να γίνει γητευτής, ο μαγεμένος, μάγος.
Η Σονάτα Waldstein είναι ένα μυθιστόρημα της αμφιβολίας και του διφορούμενου, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και όπου η αλήθεια, η μία και μοναδική αλήθεια, παραμένει απροσπέλαστη ως το τέλος. Φεύγοντας από την σκοτεινή αίθουσα ο αναγνώστης θα μάθει για το έγκλημα, όχι όμως και τον δολοφόνο. Ο φάκελος δεν μπαίνει στο αρχείο, η έρευνα συνεχίζεται.
Σχoλιάστε