Στον Στέλιο Κωνσταντινίδη

 

After Life. Είναι ο τίτλος μιας γιαπωνέζικης ταινίας του Χιροκάζου Κορεέντα. Δείχνει μία ομάδα ανθρώπων που έχουν μόλις πεθάνει και βρίσκονται σε έναν απροσδιόριστο τόπο που δεν είναι η Κόλαση αλλά ούτε κι ο Παράδεισος, μοιάζει περισσότερο με το Καθαρτήριο, τον προθάλαμο του Παραδείσου. Το μέρος θυμίζει δημόσια υπηρεσία, μεγάλα, πολυώροφα, άχαρα κτίρια βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, με ατελείωτους διαδρόμους και μικροσκοπικά γραφεία γεμάτα φωριαμούς και φθαρμένα έπιπλα. Εκεί στεγάζεται ένα κινηματογραφικό συνεργείο επιφορτισμένο με μια παράξενη αποστολή: οι κινηματογραφιστές ζητούν απ’ τους νεκρούς να διαλέξουν μία και μοναδική ανάμνηση απ’ όλη τους τη ζωή, την πιο όμορφη, την πιο συγκινητική, την πιο ευτυχισμένη. Εν συνεχεία, κινηματογραφούν αυτές τις αναμνήσεις όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται. Όταν ολοκληρωθεί το γύρισμα των ταινιών, οι νεοθάνατοι συγκεντρώνονται σε μία αίθουσα κινηματογράφου όπου στη μεγάλη οθόνη προβάλλεται μία συρραφή των αποσπασμάτων. Αμέσως μετά, με μία διαδικασία που δεν απεικονίζεται στο φιλμ, όλες οι υπόλοιπες μνήμες των νεκρών διαγράφονται και απομένουν στο εξής με εκείνη τη μία και μοναδική ανάμνηση της απόλυτης ομορφιάς και ευτυχίας να τους συντροφεύει στον αιώνα τον άπαντα. Αυτό είναι ο Παράδεισος!

***

Και είμαι με τον φίλο μου τον Στέλιο, τον άνθρωπο που μου συνέστησε μετ’ επιτάσεως να δω την ταινία, στο στέκι μας κι εκεί που τρώμε και πίνουμε, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, με ρωτάει, Εσύ ποια ανάμνηση θα διάλεγες απ’ όλη τη ζωή σου; Και σταματάω το μασούλημα και το σκέφτομαι ξανά και ξανά αλλά δεν μπορώ να απαντήσω, γιατί η ερώτηση είναι απλή και ξεκάθαρη, η απάντηση όμως όχι· πώς να διαλέξεις μία μόνο στιγμή από μισόν αιώνα; Και η πρώτη μου αντίδραση είναι να αναφέρω κάτι εντελώς γελοίο, το γκολ του Καραγκιοζόπουλου, τότε που πήραμε το πρωτάθλημα μετά από δέκα πέτρινα χρόνια, και βρέθηκα στην εξέδρα να χοροπηδάω σαν κατσίκι και ν’ αγκαλιάζομαι με αγνώστους, κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ώσπου να κλείσω τα μάτια μου. Αλλά συνειδητοποιώ ότι αν το πω θα είναι σαν να τον κοροϊδεύω, και έτσι αυτολογοκρίνομαι και ψάχνω για κάτι πιο σημαντικό, πιο μεγαλειώδες, που να μην ακούγεται σαν παρωδία, γιατί το ερώτημα, παρά την απλότητά του, έχει μία σοβαρότητα σχεδόν υπαρξιακή, και τότε στον νου μου έρχεται το ταξίδι στην Πράγα – και το όργιο της Πράγας! – και νομίζω ότι αυτό μπορώ να το αναφέρω, αν και κατά βάθος γνωρίζω ότι διαπράττω ζαβολιά διότι το ταξίδι στην Πράγα δεν κράτησε μια στιγμή αλλά τέσσερις ολόκληρες μέρες, κι ούτε το όργιο διήρκεσε μια στιγμή αλλά μία ολόκληρη νύχτα. Όμως ο συνομιλητής μου το καταλαβαίνει και διατυπώνει ευθέως τις αντιρρήσεις του, Μην κλέβεις! Μια στιγμή είπαμε, όχι ένα 24ωρο! Μας πιάσανε λοιπόν στα πράσα, και τι να σου κάνω κι εγώ; συμμορφώνομαι με τους κανόνες και πασχίζω ν’ ανασύρω μια τρίτη ανάμνηση που να πληροί τις προδιαγραφές, και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ, είναι η στιγμή που πάτησα το πόδι μου για πρώτη φορά στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Ένιωσα τότε ένα απερίγραπτο, όσο και δυσεξήγητο αίσθημα δέους και έκστασης να με κυριεύει, σαν μία άνωση που με έβγαζε από το σώμα μου και με τραβούσε προς τα πάνω κάνοντάς με να στρέψω το βλέμμα ψηλά αναζητώντας άραγε τι; τον θεό ή την ομορφιά; Ο χρόνος είχε σταματήσει κι έμεινα έτσι, ασάλευτος, εγώ, ένας άθεος μέσα σε μία χριστιανική εκκλησία, μην μπορώντας να αρθρώσω λέξη, σε κατάσταση αφασίας, μέχρι που ο αδελφός μου που με συνόδευε ανησύχησε και μου έριξε νερό στο πρόσωπο για να συνέλθω. Αυτή μάλιστα! ήταν μία ανάμνηση υπερβατική και εκστατική, αντάξια ενός ανθρώπου που θέλει να λέγεται εστέτ και πνευματικός, άρα μπορούσα να την αναφέρω δίχως να φανεί ότι κοροϊδεύω τον άλλον αλλά και δίχως τον φόβο να με κοροϊδέψει εκείνος κι έτσι το είπα στον Στέλιο που, ικανοποιημένος ετούτη τη φορά απ’ την απάντηση, παρήγγειλε από το μενού τα επιδόρπια, τάρτα φράουλας για τον ίδιο και κρέμα καραμελέ για μένα.

***

Αυτή την απάντηση έδωσα στον φίλο μου εκείνο το βράδυ που γιόρταζα τα πεντηκοστά μου γενέθλια και του έκανα το τραπέζι. Ναι, μόνο που τότε δεν είχα γνωρίσει ακόμη τη Συννεφούλα, αυτό συνέβη λίγους μήνες αργότερα. Δεν την είχα δει να κάθεται στο πιάνο γυμνή με τα στίγματα της συνουσίας νωπά επάνω στο αναγεννησιακού κάλλους κορμί της. Δεν την είχα ακούσει να ερμηνεύει την Σονάτα Waldstein του Μπετόβεν αποκλειστικά για την τέρψη μου με εκείνη την απαράμιλλη μουσικότητα με την οποία μάγευε τα ακροατήρια. Ναι, ήταν μία στιγμή απόλυτης ομορφιάς και αρμονίας και τελειότητας, απ’ αυτές τις σπάνιες που σε σημαδεύουν για μια ζωή. Μια στιγμή για μια ζωή· άξιζε άραγε το τίμημα; Γιατί πόσο να κράτησε στ’ αλήθεια; 23 λεπτά έγραψα στο βιβλίο αλλά ήταν ψέμα, τόσο διαρκεί ολόκληρη η Σονάτα, εκείνη όμως μου έπαιξε μόνο τα δύο τελευταία μέρη, βιαζόταν να προλάβει το επόμενο ραντεβού. 11 λεπτά λοιπόν, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και μετά από 11 μήνες, η Συννεφούλα χάθηκε για πάντα, σύννεφο διαβατάρικο και πώς να το φυλακίσεις; Κι εσύ απέμεινες μόνος ν’ αναζητάς για τα επόμενα 11 χρόνια εκείνη τη στιγμή, να την αναζητάς σε κάθε γυναίκα που συναντούσες, σε κάθε μελωδία που άκουγες και να μην την βρίσκεις πουθενά, γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό της στιγμής, ότι παρέρχεται, ότι είναι ανεπανάληπτη και ότι κάθε απόπειρα να την επαναλάβεις εκ νέου οδηγεί σε φιάσκο αφού ποτέ η σκηνοθετημένη αναπαράσταση δεν θα καταφέρει να υποκαταστήσει το αυθεντικό βίωμα.

***

Πραγματικά όμως, αυτή θα ήταν η ανάμνηση που θα ήθελες να πάρεις μαζί σου στην μεταθανάτια αιωνιότητα της μνήμης; Βρισκόμαστε πια στο βράδυ των εξηκοστών πρώτων γενεθλίων μου, στο γνώριμο στέκι που δεν έχει αλλάξει και πολύ στο πέρασμα του χρόνου, και είναι ξανά ο Στέλιος εκείνος που μου κάνει την ερώτηση· να που η φιλία άντεξε περισσότερο απ’ τον έρωτα. Και πάλι τα χάνω, και δεν ξέρω τι να του απαντήσω και το μυαλό μου πάει σε μία άλλη ταινία, την Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, όπου οι πρωταγωνιστές υποβάλλονται σε μια χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης όλων των επώδυνων αναμνήσεων ώστε να βρουν, αν όχι την ευτυχία, τουλάχιστον την γαλήνη. Σκέφτομαι εάν θα ήταν προτιμότερη η λήθη, μένω όμως μετέωρος κι αναποφάσιστος μπροστά στο ερώτημα: η ανάμνηση της ευτυχίας είναι η ίδια ευτυχισμένη ή οδυνηρή; Το να ξαναγυρίζεις με τον νου σου στην στιγμή εκείνη που ένιωσες την μεγαλύτερη πληρότητα, δεν κρύβει πίσω του μία αφόρητη, μελαγχολική νοσταλγία για κάτι που υπήρξε κάποτε αλλά δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά;

Nevermore, κράζει δυσοίωνα το Κοράκι του Πόε και είναι το κράξιμό του το επαναλαμβανόμενο, προάγγελος θανάτου… Η ομορφιά προαναγγέλλει τον θάνατο, όποιος όμως την αξιώθηκε, μπορεί να βαδίσει άφοβα για να τον συναντήσει.